- αὐλακισμός
- αὐλᾰκ-ισμός, ὁ,A ploughing, PFlor.354.3 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυλακισμός — αὐλακισμός, ο (AM) το αυλάκισμα … Dictionary of Greek
αὐλακισμοῖς — αὐλακισμός ploughing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακισμούς — αὐλακισμός ploughing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλακισμῶν — αὐλακισμός ploughing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)